κηρύκειος

κηρύκειος
-ο(ν) (ΑΜ κηρύκειος,-ον) [κήρυξ]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κήρυκα («κηρύκειον γράμμα», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηρύκειο(ν)
το ραβδί τού κήρυκα
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (νομ.) τα κηρύκεια
η αμοιβή τού κήρυκα κατά την παλαιά πολιτική δικονομία
μσν.
το ουδ. ως ουσ. σύμβολο τού κήρυκα ή κάλυμμα τής κεφαλής τού κήρυκα
αρχ.
1. φρ. «κηρύκεια συμπεπλεγμένα ἐκ τῶν θαλλῶν» — ικετηρία*, τα κλαδιά που κρατούσε ο ικέτης και τά κατέθετε στον βωμό
2. παροιμ. «τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν» — ειρήνη ή πόλεμο (Φώτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. α) το ραβδί τού Ερμή, κήρυκα τών θεών
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπὶ τῇ κηρύξει μισθός»
γ) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφ' ᾧ ἀναβὰς ὁ κήρυξ ἐκήρυττε»
δ) μικρή σφραγίδα
ε) ονομασία αστερισμού
στ) φόρος δημοπρασίας
ζ) η αμοιβή εκείνου που έκανε τη δημοπρασία
η) η αμοιβή τού καταδότη
θ) χειρουργικό εργαλείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κηρύκειος — of a herald masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύκειον — κηρύ̱κειον , κηρύκειον herald s wand neut nom/voc/acc sg κηρύκειος of a herald masc/fem acc sg κηρύκειος of a herald neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… …   Dictionary of Greek

  • κηρύκειο(ν) — το (ΑΜ κηρύκειον, Α ιων. τ. κηρυκήϊον, δωρ. τ. καρύκειον) βλ. κηρυκειος …   Dictionary of Greek

  • κηρυκείοις — κηρῡκείοις , κηρύκειον herald s wand neut dat pl κηρύκειος of a herald masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρυκείου — κηρῡκείου , κηρύκειον herald s wand neut gen sg κηρύκειος of a herald masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρυκείων — κηρῡκείων , κηρύκειον herald s wand neut gen pl κηρύκειος of a herald masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρυκείῳ — κηρῡκείῳ , κηρύκειον herald s wand neut dat sg κηρύκειος of a herald masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύκεια — κηρύ̱κεια , κηρύκειον herald s wand neut nom/voc/acc pl κηρύκειος of a herald neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”